Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ώρνες — Α (δωρ. τ.) κράση αντί οἱ ἄρνες … Dictionary of Greek
ὧρνες — ἄρνες , ἀρνός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)